proportionately [βρετ prəˈpɔːʃ(ə)nətli, αμερικ prəˈpɔrʃ(ə)nətli] ΕΠΊΡΡ
- proportionately larger, higher
-
- proportionately distribute
-
-
- proportionately
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.