Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
chemist [ˈkemɪst] ΟΥΣ
2. chemist βρετ, αυστραλ (pharmacist):
organic [ɔ:ˈgænɪk, αμερικ ɔ:rˈ-] ΕΠΊΘ
2. organic (not artificial):
- organic fruit, agriculture
-
3. organic (fundamental):
4. organic (systematic):
organic [ɔr·ˈgæn·ɪk] ΕΠΊΘ
2. organic ΓΕΩΡΓ, ΟΙΚΟΛ (not artificial):
3. organic (fundamental):
4. organic (systematic):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.