Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
objectionable [βρετ əbˈdʒɛkʃ(ə)nəb(ə)l, αμερικ əbˈdʒɛkʃ(ə)nəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- objectionable remark, allegation
-
- objectionable views, behaviour, habit, language
-
- objectionable law, system
-
- objectionable person
-
στο λεξικό PONS
objectionable [əbˈdʒekʃənəbl] ΕΠΊΘ τυπικ
- objectionable
-
objectionable [əb·ˈdʒekʃ· ə n·ə·bl] ΕΠΊΘ τυπικ
- objectionable
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.