Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
notional grammar ΟΥΣ
notional [βρετ ˈnəʊʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˈnoʊʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. notional (hypothetical):
- notional element, amount, figure
-
2. notional ΦΙΛΟΣ:
grammar [βρετ ˈɡramə, αμερικ ˈɡræmər] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.