Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
insertion [βρετ ɪnˈsəːʃ(ə)n, αμερικ ɪnˈsərʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. insertion (action):
- insertion
- insertion θηλ
- insertion
- introduction θηλ
2. insertion ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
3. insertion ΜΌΔΑ:
- insertion
- incrustation θηλ
4. insertion ΑΝΑΤ:
- insertion
- insertion θηλ
στο λεξικό PONS
insertion ΟΥΣ
- insertion
- insertion θηλ
insertion ΟΥΣ
- insertion
- insertion θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.