Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inbred [βρετ ɪnˈbrɛd, ˈɪnbrɛd, αμερικ ˈɪnbrɛd] ΕΠΊΘ
2. inbred (produced by inbreeding):
-  inbred family, tribe
 -  
 
-  inbred characteristic
 -  
 
στο λεξικό PONS
inbred [ˌɪnˈbred, αμερικ ˈɪnbred] ΕΠΊΘ
1. inbred (closely related):
-  inbred animal
 -  
 
inbred [ˈɪn·bred] ΕΠΊΘ
1. inbred (closely related):
-  inbred animal
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.