στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. inbred [βρετ ɪnˈbrɛd, ˈɪnbrɛd, αμερικ ˈɪnbrɛd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
inbred → inbreed
II. inbred [βρετ ɪnˈbrɛd, ˈɪnbrɛd, αμερικ ˈɪnbrɛd] ΕΠΊΘ
1. inbred (innate):
- inbred tendency, confidence
-
2. inbred (produced by inbreeding):
- inbred animal
-
- inbred family, tribe
-
- inbred characteristic
-
I. inbreed <παρελθ/μετ παρακειμ inbred> [βρετ ɪnˈbriːd, αμερικ ˈɪnbrid] ΡΉΜΑ μεταβ
1. inbreed animal:
2. inbreed people:
II. inbreed <παρελθ/μετ παρακειμ inbred> [βρετ ɪnˈbriːd, αμερικ ˈɪnbrid] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. inbreed <παρελθ/μετ παρακειμ inbred> [βρετ ɪnˈbriːd, αμερικ ˈɪnbrid] ΡΉΜΑ μεταβ
1. inbreed animal:
2. inbreed people:
II. inbreed <παρελθ/μετ παρακειμ inbred> [βρετ ɪnˈbriːd, αμερικ ˈɪnbrid] ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
inbred [ˈɪn·bred] ΕΠΊΘ
1. inbred (too closely related):
- inbred
- endogamico, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.