Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
environmental scientist ΟΥΣ
-
- écologiste αρσ θηλ
environmental [βρετ ɪnvʌɪrənˈmɛnt(ə)l, ɛnvʌɪrənˈmɛnt(ə)l, αμερικ ɪnˌvaɪrənˈmɛn(t)l] ΕΠΊΘ
1. environmental (gen):
2. environmental ΟΙΚΟΛ:
3. environmental ΨΥΧ:
στο λεξικό PONS
scientist [ˈsaɪəntɪst, αμερικ -t̬ɪst] ΟΥΣ
-
- scientifique αρσ θηλ
environmental [ɪnˌvaɪərənˈmentl, αμερικ enˌvaɪrənˈment̬l] ΕΠΊΘ
scientist [ˈsaɪən·t̬ɪst] ΟΥΣ
-
- scientifique αρσ θηλ
environmental [en·ˌvaɪ·rən·ˈmen·t̬ ə l ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.