Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
burglar-proof [αμερικ ˈbərɡlərˌpruf] ΕΠΊΘ
incrochetable [ɛ̃kʀɔʃtabl] ΕΠΊΘ
incrochetable serrure:
στο λεξικό PONS
anti-effraction [ɑ͂tiefʀaksjo͂] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. proof [pruf] ΟΥΣ
1. proof (facts establishing truth) a. ΝΟΜ, math:
4. proof (degree of strength):
- proof of alcohol
-
II. proof [pruf] ΕΠΊΘ (impervious)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- burg
- burgeon
- burgeoning
- burger
- burger bar
- burglar-proof
- burglary
- burgle
- burgomaster
- Burgundian
- burgundy