Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
automotive [βρετ ˌɔːtəˈməʊtɪv, αμερικ ˌɔdəˈmoʊdɪv] ΕΠΊΘ
1. automotive design, industry, product, sales:
- automotive
-
2. automotive (self-propelling):
- automotive
-
στο λεξικό PONS
automotive [ˌɔ:təˈməʊtɪv, αμερικ ˌɑ:t̬əˈmoʊt̬ɪv] ΕΠΊΘ
- automotive
-
automotive [ˌɔ·t̬ə·ˈmoʊ·t̬ɪv] ΕΠΊΘ
- automotive
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.