Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

Μεταφράσεις για adosso στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά

I.addosso ΠΡΌΘ

II.addosso ΕΠΊΡΡ

dare addosso a qn fig

paradosso ΟΥΣ αρσ

I.ortodosso ΕΠΊΘ, ortodossa

II.ortodosso ΟΥΣ αρσ

ridosso ΟΥΣ αρσ

dosso ΟΥΣ αρσ

colosso ΟΥΣ αρσ

fosso ΟΥΣ αρσ

mosso ΕΠΊΘ, mossa

posso

posso → potere

Βλέπε και: potere, potere

potere ΟΥΣ αρσ

potere ΡΉΜΑ intr


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski