Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψηλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ψηλώ|νω <-σα> [psiˈlɔnɔ] VERB μεταβ

ψηλώνω

II . ψηλώ|νω <-σα> [psiˈlɔnɔ] VERB αμετάβ (μεγαλώνω)

ψηλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский