Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψητό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψητό [psiˈtɔ] SUBST ουδ

ψητό
Braten αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ψητό

αρνί ψητό
Lammbraten αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский