Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψήσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψήσιμο [ˈpsisimɔ] SUBST ουδ

1. ψήσιμο (στο τηγάνι):

ψήσιμο
Braten ουδ

2. ψήσιμο (στη σκάρα):

ψήσιμο
Grillen ουδ

3. ψήσιμο (καφέ):

ψήσιμο
Kochen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский