Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψηλαφώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψηλαφί|ζω <-σα> [psilaˈfizɔ], ψηλαφ|ώ [psilaˈfɔ] <-άς, -ησα> VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский