Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φτωχαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φτωχ|αίνω <-υνα> [ftɔˈçɛnɔ] VERB μεταβ (κάνω φτωχό)

φτωχαίνω

II . φτωχ|αίνω <-υνα> [ftɔˈçɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι φτωχός)

φτωχαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский