Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φτυαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φτυαρί|ζω <-σα, -σμένος> [ftçaˈrizɔ] VERB μεταβ (μαζεύω με φτυάρι)

φτυαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский