Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φτύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φτύ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈftinɔ] VERB αμετάβ

φτύνω

II . φτύ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈftinɔ] VERB μεταβ

1. φτύνω (κάποιον, κάτι):

φτύνω

2. φτύνω (βγάζω από το στώμα: κουκούτσι κτλ):

φτύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский