Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φτωχεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φτωχεύω

φτωχεύω s. πτωχεύω

Βλέπε και: πτωχεύω

πτωχεύ|ω <-σα> [ptɔˈçɛvɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский