Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φτώχεψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φτώχεψη

φτώχεψη s. πτώχευση

Βλέπε και: πτώχευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский