Ελληνικά » Γερμανικά

σφουγγαρόπανο [sfuŋgaˈrɔpanɔ] SUBST ουδ

σφουγγαρόπανο
[Boden]wischlappen αρσ
σφουγγαρόπανο
Aufnehmer αρσ βορειογερμ, κεντρ Γερμ

σφουγγαρόπανο SUBST

Καταχώριση χρήστη
σφουγγαρόπανο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский