Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφραγίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφραγί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sfraˈjizɔ] VERB μεταβ

1. σφραγίζω (έγγραφο):

σφραγίζω

2. σφραγίζω (κλείνω με επιμέλεια):

σφραγίζω

3. σφραγίζω (δόντι):

σφραγίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский