Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφράγισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφράγισμα [ˈsfrajizma] SUBST ουδ

1. σφράγισμα (εγγράφου):

σφράγισμα
Stempeln ουδ

2. σφράγισμα (κλείσιμο):

σφράγισμα
Versiegelung θηλ

3. σφράγισμα (δοντιού):

σφράγισμα
Füllung θηλ
σφράγισμα
Plombe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский