Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφουγγαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφουγγαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sfuŋgaˈrizɔ] VERB μεταβ

1. σφουγγαρίζω (γενικά: καθαρίζω):

σφουγγαρίζω

2. σφουγγαρίζω (το πάτωμα):

σφουγγαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский