Ελληνικά » Γερμανικά

συνοφειλέτης [sinɔfiˈlɛtis] SUBST αρσ, συνοφειλέτρια [sinɔfiˈlɛtria], συνοφειλέτιδα [sinɔfiˈlɛtiða] SUBST θηλ

συνομιλητής (συνομιλήτρια) [sinɔmiliˈtis, sinɔmiˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συνομιλητής (συνομιλήτρια)
Gesprächspartner(in) αρσ (θηλ)

συνομιλ|ώ <-είς, -ησα> [sinɔmiˈlɔ] VERB αμετάβ

συνομολογία [sinɔmɔlɔˈjia] SUBST θηλ ΜΑΘ

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST αρσ, συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST θηλ

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) αρσ (θηλ)
Autor(in) αρσ (θηλ)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) αρσ (θηλ)

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский