Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνομολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνομολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sinɔmɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ (συνθήκη)

συνομολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский