Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνεταιρίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνεταιρί|ζομαι <-στηκα> [sinɛtɛˈrizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

συνεταιρίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский