Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνέταιρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνέταιρος [siˈnɛtɛrɔs], συνεταίρος [sinɛˈtɛrɔs] SUBST mf

συνέταιρος
Geschäftspartner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский