Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συν|έρχομαι <-ήλθα [ή -ήρθα] > [siˈnɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

1. συνέρχομαι (συγκεντρώνομαι):

συνέρχομαι

2. συνέρχομαι (ανακτώ τις αισθήσεις μου):

συνέρχομαι

3. συνέρχομαι (από αρρώστια, ψυχικά):

συνέρχομαι από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский