Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνερίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνερί|ζομαι [sinɛˈrizɔmɛ], συνορί|ζομαι [sinɔˈrizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. συνερίζομαι (θυμώνω):

συνερίζομαι κάποιον

2. συνερίζομαι (ζηλεύω):

συνερίζομαι κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με συνερίζομαι

συνερίζομαι κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский