Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „συμπληρώσει“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
Heranwachsende(r) ΝΟΜ
ο αρσ (η) θηλ μετεφηβικής ηλικίας (έχει συμπληρώσει το 18ο αλλά όχι το 21ο έτος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский