Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκοντάφτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκοντά|φτω <-ψα> [skɔnˈdaftɔ] VERB αμετάβ

1. σκοντάφτω (στο περπάτημα):

σκοντάφτω σε
stolpern über +αιτ

2. σκοντάφτω (πέφτω σε δυσκολίες):

σκοντάφτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский