Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [skɔˈnizɔ] VERB μεταβ

σκονίζω

II . σκονίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский