Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκονάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκονάκι [skɔˈnaci] SUBST ουδ

1. σκονάκι (σκόνη):

σκονάκι
Pulver ουδ

2. σκονάκι (δόση):

σκονάκι
Dosis θηλ

3. σκονάκι (για εξετάσεις):

σκονάκι
Spickzettel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский