Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σπαρταρώ , σκαρφαλώνω , φλερτάρω , σκαρλατίνα , σκαρπίνι και σκαρπέλο

σπαρταρ|ώ <-άς, -ησα> [spartaˈrɔ], σπαρταρί|ζω [spartaˈrizɔ] <-σα> VERB αμετάβ

1. σπαρταρώ (τινάζομαι):

2. σπαρταρώ (ψάρι):

3. σπαρταρώ (από τρόμο):

σκαρφαλώ|νω <-σα, -μένος> [skarfaˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

σκαρπέλο [skarˈpɛlɔ] SUBST ουδ

σκαρπίνι [skarˈpini] SUBST ουδ

σκαρλατίνα [skarlaˈtina] SUBST θηλ

φλερτάρ|ω <-ισα> [flɛrˈtarɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский