Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκαρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκαρώ|νω <-σα, -μένος> [skaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. σκαρώνω (πλοίο):

σκαρώνω

2. σκαρώνω (επινοώ):

σκαρώνω
sich δοτ ausdenken

3. σκαρώνω (σχεδιάζω κάτι κακό):

σκαρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский