Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φλερτάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φλερτάρ|ω <-ισα> [flɛrˈtarɔ] VERB αμετάβ

φλερτάρω (με) κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με φλερτάρω

φλερτάρω (με) κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский