Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „σεξουαλικά“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

frigid(e)
(σεξουαλικά) ψυχρός
σεξουαλικά παιχνίδια ουδ πλ
sich vergreifen an +δοτ
κακοποιώ (σεξουαλικά) +αιτ
(σεξουαλικά) ανίκανος
ικανοποιώ κάποιον σεξουαλικά
εγκληματίας αρσ με σεξουαλικά κίνητρα
εγκληματίας αρσ με σεξουαλικά κίνητρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский