Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ικανοποιώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ικανοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ikanɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. ικανοποιώ (άνθρωπο):

ικανοποιώ

2. ικανοποιώ (απαιτήσεις, ορμές):

ικανοποιώ

3. ικανοποιώ (επιθυμία μου):

ικανοποιώ

4. ικανοποιώ (επιθυμία άλλου):

ικανοποιώ

II . ικανοποιούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με ικανοποιώ

ικανοποιώ τις απαιτήσεις τού
ικανοποιώ μια αξίωση ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский