Ελληνικά » Γερμανικά

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST αρσ, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST θηλ

μπακάλ|ης <-ηδες> [baˈkalis] SUBST αρσ, μπακάλισσα [baˈkalisa] SUBST θηλ

σακάτικ|ος <-η, -ο> [saˈkatikɔs] ΕΠΊΘ

σακάτεμα [saˈkatɛma] SUBST ουδ

1. σακάτεμα:

2. σακάτεμα μτφ (δουλειά):

Schufterei θηλ

σακατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [sakaˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. σακατεύω (κάνω ανάπηρο):

2. σακατεύω μτφ (κατακουράζω):

σακαράκα [sakaˈraka] SUBST θηλ

1. σακαράκα (αυτοκίνητο):

Schrottkiste θηλ
Klapperkasten αρσ

2. σακαράκα (παλιό πράγμα):

alte Kiste θηλ

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST θηλ

μανάβ|ης <-ηδες> [maˈnavis] SUBST αρσ, μανάβισσα [maˈnavisa] SUBST θηλ

Gemüsehändler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский