Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σακατεμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σακατεμέν|ος <-η, -ο> [sakatɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. σακατεμένος:

σακατεμένος

2. σακατεμένος μτφ (κατακουρασμένος):

σακατεμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский