Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σακατεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σακατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [sakaˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. σακατεύω (κάνω ανάπηρο):

σακατεύω

2. σακατεύω μτφ (κατακουράζω):

σακατεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский