Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρουφώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρουφ|ώ <-άς, -ηξα, -ήχτηκα, -ηγμένος> [ruˈfɔ] VERB μεταβ

1. ρουφώ (ποτό):

ρουφώ τον καφέ

2. ρουφώ (ηχηρά: ποτό, σούπα):

ρουφώ

3. ρουφώ (απορροφώ):

ρουφώ

4. ρουφώ (αέρα: εισπνέω):

ρουφώ
ρουφώ τη μύτη μου

5. ρουφώ (τσιγάρο, πίπα):

Παραδειγματικές φράσεις με ρουφώ

ρουφώ τη μύτη μου
ρουφώ τον καφέ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский