Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: προσαρμοστής , προσαρμοστικός , προσαρμογή και προσαρμόζω

προσαρμοστής [prɔsarmɔsˈtis] SUBST αρσ (συσκευή)

I . προσαρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔsarˈmɔzɔ] VERB μεταβ

1. προσαρμόζω (εξάρτημα: εφαρμόζω):

anbringen an +δοτ

2. προσαρμόζω (συμμορφώνω):

anpassen an +αιτ

II . προσαρμόζομαι VERB αυτοπ ρήμα

προσαρμογή [prɔsarmɔˈji] SUBST θηλ

1. προσαρμογή (εξαρτήματος, εφαρμογή):

Anbringung θηλ

2. προσαρμογή (συμμόρφωση):

Anpassung θηλ

3. προσαρμογή (του φακού του ματιού):

Akkommodation θηλ

προσαρμοστικ|ός <-ή, -ό> [prɔsarmɔstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский