Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρήζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πρή|ζω <-ξα, -στηκα, -σμένος> [ˈprizɔ] VERB μεταβ

1. πρήζω (διογκώνω):

πρήζω

II . πρήζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με πρήζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский