Ελληνικά » Γερμανικά

I . πον|ώ <-άς, -εσα, -εμένος> [pɔˈnɔ] VERB μεταβ

2. πονώ (συμπονώ):

πονώ κάποιον

II . πον|ώ <-άς, -εσα, -εμένος> [pɔˈnɔ] VERB αμετάβ (αισθάνομαι πόνο)

Παραδειγματικές φράσεις με πονώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский