Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περισσεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περισσ|εύω <-εψα> [pɛriˈsɛvɔ] VERB αμετάβ

1. περισσεύω (μένω: φαγητό κτλ):

περισσεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский