Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περίσσεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περίσσευμα [pɛˈrisɛvma], περίσσεμα [pɛˈrisɛma] SUBST ουδ

1. περίσσευμα (πλεόνασμα):

Überschuss αρσ

2. περίσσευμα (υπόλειμμα: φαγητού κτλ):

Reste αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский