Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: παρεμβαίνω , παραλήγουσα , παρεμβολή , παρεμβατισμός , παρεμβατικός και παρέμβαση

παρε|μβαίνω <-μβηκα [ή -νέβην] > [parɛɱˈvɛnɔ] VERB αμετάβ

παρεμβατικ|ός <-ή, -ό> [parɛɱvatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. παρεμβατικός (σχετιζόμενος με παρέμβαση):

Interventions-

2. παρεμβατικός (σχετιζόμενος με παρεμβατισμό):

παρεμβατισμός [parɛɱvatizˈmɔs] SUBST αρσ

παρεμβολή [parɛɱvɔˈli] SUBST θηλ

1. παρεμβολή:

παραλήγουσα [paraˈliɣusa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский