Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορμηνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορμην|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ɔrmiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. ορμηνεύω (συμβουλεύω):

ορμηνεύω

2. ορμηνεύω (παρακινώ):

ορμηνεύω

Παραδειγματικές φράσεις με ορμηνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский